μοναδελφία

μοναδελφία
η (Α μοναδελφία) [μονάδελφος]
νεοελλ.
βοτ. κατάσταση στην οποία βρίσκεται το άνθος τού μονάδελφου φυτού
αρχ.
η ύπαρξη ενός μόνο αδελφού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μοναδελφίας — μοναδελφίᾱς , μοναδελφία possession of only one brother fem acc pl μοναδελφίᾱς , μοναδελφία possession of only one brother fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδελφία — Συνένωση πολλών στημόνων των λουλουδιών με τα νήματά τους. Με τις λέξεις μοναδελφία, δυαδελφία και πολυαδελφία, επισημαίνουμε το είδος της συνένωσης των στημόνων. Η πρώτη αφορά τη συνένωση των στημόνων σε μία δέσμη, η δεύτερη σε δύο και η τρίτη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”